- ἐπερεύγομαι
- ἐπερεύγομαι, [voice] Pass.,A to be disgorged upon: of water, to be poured upon,
ἀκτάς A.R.4.631
;δισσὰς ἠπείρους D.P.95
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκτάς A.R.4.631
;δισσὰς ἠπείρους D.P.95
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επερεύγομαι — ἐπερεύγομαι (Α) (για ποτάμι) εκβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερεύγομαι «ρεύομαι, εκβάλλω»] … Dictionary of Greek